Βιβλίο : Φάνος Χριστοφόρου Αιχμάλωτος των γαλάζιων κουάξ // Αμμόχωστος αληθινή ιστορία

Άνοιγαν οι κάνουλες και το νερό έτρεχε γοργό μέσ’ τα περβόλια ποτίζοντας τα πλούσια οπωροφόρα δέντρα της πόλης. Μαζί μ’ αυτά έπαιρνε  το απαραίτητο συστατικό  και μια ιδιότυπη ορχήστρα που αμέσως ξεκινούσε μια ιδιόρρυθμη μουσική  : κουαξ, κουάξ, κουάξ! Οι κάτοικοι την γνώριζαν και σχεδόν την περίμεναν κάθε φορά που άνοιγαν τις κάνουλες για να τρέξει ορμητικά το νερό στο διψασμένο χώμα….
Αμμόχωστος. Καλοκαίρι του 1974. Τα μάτια του εικοσάχρονου  Φάνου Χριστοφόρου διατρέχουν την πόλη της τελευταίες της μέρες καθώς πολεμά  τον τούρκο εισβολέα.
Ψυχή και σώμα υπερασπίζονται τα όσια και τα ιερά της φυλής προσμένοντας τα ελληνικά φτερά να έρθουν και να δώσουν την νίκη και την πολυπόθητη ΕΝΩΣΗ με την Ελλάδα.
Όμως η μοίρα έχει διαλέξει μια άλλη πορεία κι έτσι εγκαταλείπει από τους τελευταίους την πόλη του, που θα γίνει πλέον φάντασμα. Μέσα σ’ ένα ονειρικό και σημειολογικό παραλήρημα καθώς εγκαταλείπει κυνηγημένος και σχεδόν χαμένος  την πόλη, τον πλησιάζουν οι βάτραχοι της ιδιότυπης ορχήστρας και του ζητούν να μην τους εγκαταλείψει μόνους και χωρίς κάποιον να ανοίγει τις βρύσες με το νερό για να τραγουδούν στην πόλη τους. Τους υποσχέθηκε ότι θα γυρίσει. Μια υπόσχεση που θα τον αιχμαλώτιζε για πάντα.
 Σε κάθε στάση της περιπετειώδους φυγής ερχόταν στο ονειρικό παραλήρημα ο γηραιότερος της ορχήστρας να του υπενθυμίσει την υπόσχεση. Μάλιστα του τόνισαν ότι από την λειψυδρία έγιναν από πράσινοι γαλάζιοι τάχα λόγω του χρώματος του ουρανού. Τελευταίος σταθμός της φυγής η στρατοπέδευση στην Δερύνεια, στις παρυφές της Αμμοχώστου. Εκεί θα είναι ο τελευταίος του σταθμός, η απόλυση, η προσφυγιά, η συνειδητοποίηση της ήττας και η απόφαση για σπουδές στην Αθήνα όπου και ζει μέχρι σήμερα. Εκεί και η τελευταία συνάντηση με τον Γερο- Κουάξ  που αποτυπώνεται στο χαρτί με ένα συγκινητικό τρόπο αφήνοντας να πλανιούνται συναισθήματα  και ενοχές. Ο τελευταίος διάλογος μεταξύ τους είναι χαρακτηριστικός:
«Να ξέρεις, αυτή η πόλη δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς το τραγούδι μας. Ξέρεις τι έγινε; Έφεραν οι ξένοι κόκκινα βατράχια να τραγουδήσουν για να λειτουργήσει η πόλη, αλλά δεν μπορούν. Είναι όλα παράφωνα. Αλλού πατάει η νότα και αλλού βρίσκεται. Είναι για γέλια. Δεν μπορούν τα κόκκινα βατράχια να τραγουδήσουν χωρίς εμάς, μόνο εμείς, τα γαλάζια βατράχια, έχουμε φωνή και εμπειρία, άσε που όλα τα χρόνια εμείς τραγουδάμε και εμείς έχουμε το ρεπερτόριο για να λειτουργήσει η πόλη.
-Τραγουδήστε λοιπόν.
-Πώς να τραγουδήσουμε; Αν δεν έρθεις εσύ να ανοίξεις τις κάνουλες να τρέξει το νερό, να γεμίσουν οι δεξαμενές, να ποτιστούν τα δένδρα, να γεμίσει πρασινάδα ο τόπος, να οργανωθούν οι χορωδίες, να γίνουν πρόβες, πως θα τραγουδήσουμε;
- Γέρο-Κουάξ, άσε με ήσυχο, τα παραλές, εγώ φεύγω.
- Φεύγεις, ανόητε, αλλά να ξέρεις τούτο. Θα σπουδάσεις, θα κάνεις παιδιά, θα πας σε άλλους τόπους, σε άλλα μέρη, θα δεις πολλά, θα δεις πολλούς, αλλά από’ δω δεν φεύγεις. Όπου κι αν πας, εδώ θα μείνεις αιχμάλωτός μας, εδώ θα είναι η σκέψη σου, το πνεύμα σου, η ψυχή σου, εδώ θα είναι όλο σου το είναι…»
Ένα βαθιά συναισθηματικό -βιωματικό αφήγημα με φόντο τις τελευταίες μέρες της Αμμοχώστου που ο εικοσάχρονος  τότε συγγραφέας (σήμερα δικηγόρος στην Αθήνα) έζησε τις τραγικές στιγμές της. Χωρίς πολιτικές εξάρσεις και αντεγκλήσεις λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στην Κύπρο πριν την εισβολή, ο Φάνος Χριστοφόρου στέκεται στο ανθρώπινο αλλά βαθιά ελληνικό και μέσα από τον παραλληλισμό της συναισθηματικής αιχμαλωσίας  προς της ορχήστρα των Κουάξ, βγάζει μια ενοχή που πρέπει να είναι ενοχή και όλων των Ελλήνων γι’ αυτό που είναι χρέος να κάνουν για την πόλη του την Αμμόχωστο, το νησί του την Κύπρο. Δεν το γράφει, δεν το λέει αλλά διαχέεται παντού μαζί με την αγωνία του για τον αν θα προλάβει, όπως σημειώνει στην τελευταία του παράγραφο:
«’Εφυγα.  Έφυγα; Έχει δίκιο ο γερο –Κουάξ. Μόλις κάθομαι να ξαποστάσω, στη μνήμη μου έρχονται αυτόματα μόνο όσα έζησα στην πόλη, μόνο όσα έζησα μέχρι τα είκοσί μου χρόνια. Ότι έκανα και ότι έζησα μετά τα είκοσί μου χρόνια, κάνω προσπάθεια να τα θυμηθώ. Όσα έζησα στην πόλη τα ξαναζώ κάθε μέρα, σαν να μην πέρασε διόλου ο χρόνος, κάθε προσπάθεια να τα διώξω από το μυαλό μου πάει χαμένη. Πολύ φοβάμαι πως αν δεν προκάμω να ανοίξω τις κάνουλες θα πεθάνω γέρος είκοσι χρονών. Ο γερο-Κουάξ και οι γαλάζιοι Κουάξ του είναι πολύ σκληροί, δεν θα απελευθερώσουν ποτέ, δεν δείχνουν να δέχονται οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, θα είμαι πάντα αιχμάλωτός τους μέχρι να ανοίξω τις κάνουλες να τρέξει το νερό. Θα μπορέσω;».

Σπύρος Δημητρίου


Φάνος Χριστοφόρου  Αιχμάλωτος των γαλάζιων κουάξ // Αμμόχωστος αληθινή ιστορία  Εκδόσεις  iwrite.gr  Αθήνα 2017 

Ο Φάνος Χριστοφόρου γεννήθηκε στην Λευκωσία το έτος 1955. Έζησε και µεγάλωσε στην Αµµόχωστο της Κύπρου µέχρι τα δεκαεννιά του χρόνια που η πόλη πάρθηκε από τους Τούρκους. Φοίτησε στο ιστορικό Α’ Γυµνάσιο Αρρένων Αµµοχώστου και στην Νοµική Σχολή Αθηνών. Μετά την εισβολή εγκαταστάθηκε µόνιµα ως πρόσφυγας και έζησε στην Αθήνα όπου εργάστηκε ως Δικηγόρος. Είναι παντρεµένος µε δυο παιδιά και µια εγγονή.


Βιβλιοθήκη : Δρ. Σπύρου Δημητρίου

Σχόλια