Ο ΛΑΟΓΡΑΦΟΣ ΔΡ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Π. ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΥΠΡΟΥ (ΜΕΡΟΣ Α΄)


Με αφορμή το βιβλίο του Κυριάκου Χατζηιωάννου "Λαογραφικά Κύπρου" δημοσιεύουμε ένα άρθρο του ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΣΤ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Φιλολόγου Επιθεωρητού Μέσης Εκπαιδεύσεως, από το περιοδικό «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΟΣ» (Αρ. 167 – 168) ΛΕΥΚΩΣΙΑ - 1974 για τον λαογράφο και πνευματικό άνθρωπο Κυριάκο Χατζηιωάννου.

ΜΕΡΟΣ Α΄

Ο Δρ. Κυριάκος Π. Χατζηιωάννου είναι αναμφισβήτητα μια μορφή στα κυπριακά γράμματα, όχι μονάχα σαν ο γνωστός εκπαιδευτικός που ανάλωσε τη ζωή του πάνω στην έδρα σ’ ένα έντονο αγώνα Αγωγής, αλλά και σαν ο επιστήμονας που συστηματικά μελέτησε τις εξωτερικές μορφές της λαϊκής μας ζωής και τις διαθέσεις και ροπές του λαού που διαφαίνονται στην πνευματική και την κοινωνική ζωή του. Η φήμη του σαν επιστήμονα ξεπέρασε προ πολλού τα όρια της Κύπρου. Απόδειξη να κληθή από τα Πανεπιστήμια, Αθηνών, Βόννης και Θεσσαλονίκης για να δώση διαλέξεις και να τιμηθή από σοβαρά επιστημονικά ιδρύματα, που τον αναγνώρισαν «εταίρον» τους. Κι η φωνή του ν’ ακουστή σε πολλά διεθνή συνέδρια. Ομολογούμε, προκειμένου να μιλήσουμε για την εργασία του σαν λαογράφου, πως βρίσκουμε πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε δυο από τις ιδιότητές του (γλωσσολόγου και λαογράφου) και ν’ αποδώσουμε την κάθε μια χώρια από την άλλη, γιατί βρίσκουμε στην περίπτωσή του πώς η μια σχετίζεται με την άλλη και την ενισχύει. Η κάθε μια συνεργάζεται με την άλλη διαλευκαίνοντας απορίες και προβλήματα. Η κάθε μια επικουρεί την άλλη, ώστε ν’ αντιμετωπιστούν ορθά «αι κατά παράδοσιν» εκδηλώσεις της ζωής του λαού. Ο δρ. Χαρζηιωάννου δεν κατέγινε τόσο με τη
συλλογή λαογραφικού υλικού όσο με την ανάλυση κι ερμηνεία των λαογραφικών φαινομένων. Ξεκινώντας από ένα φαινόμενο μιας εποχής, ανιχνεύει την πρώτη αρχή του, ανευρίσκει την εξέλιξη του δια μέσου των αιώνων και σε πλάτος σ’ όλο τον ελληνικό χώρο, γιατί πιστεύει στο ενιαίο του ελληνικού πολιτισμού (ηθών και εθίμων, εορτών, προλήψεων και δεισιδαιμονιών). Στις διερευνήσεις του θέτει σ’ ενέργεια όλο τον επιστημονικό του εξοπλισμό, κάμνει δηλαδή χρήση όλων των στη διάθεσή του επιστημών με τις οποίες έχει πολλήν οικειότητα (της Γλωσσολογίας, Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Φιλολογίας, Αρχαιολογίας, Ιστορίας), ανακαλύπτει τις πηγές των λαογραφικών φαινομένων κι’ επιτυγχάνει την ερμηνεία τους. Θα δώσουμε πιο κάτω μια αδρή εικόνα της δουλειάς του. Και πρώτα το βιβλίο «Βιβλιογραφία της Κυπριακής Λαογραφίας και Γλωσσολογίας (Μεσαιωνικής και Νέας Διαλέκτου) που το έφερε στο φως της δημοσιότητος το 1933. Αναθεωρημένο από τον ίδιο, ώστε να περιλάβη βιβλιογραφία μέχρι του 1966, επαύξηση κεφαλαίων καθώς και συνοπτική παρουσίαση του περιεχομένου των καταγραφομένων, ενσωματώθηκε στο βιβλίο του «Τα εν Διασπορά» (1969), ένα τιμητικό τόμο που περικλείει απάνθηση εργασιών του που πρόσφεραν σ’ αυτόν εκτιμητές – μαθητές του με την ευκαιρία των εξήντα χρόνων του και την αφυπηρέτησή του από την εκπαιδευτική υπηρεσία. Ξεχωρίζουμε σαν αξιοπρόσεκτη καινοτομία τον «πίνακα πραγμάτων» στο τέλος, που καμμιά άλλη βιβλιογραφική εργασία δεν έχει, απ’ ότι ξέρουμε. Το υλικό αποτελείται από 1112 λήμματα αυτοτελών βιβλίων ή εργασιών που δημοσιεύτηκαν σε 33 περιοδικά, κατατάσσεται σε ειδολογικά, ανάλογα με το αντικείμενο που εξετάζεται, σε 24 τμήματα. Αποδελτιώνοντας βιβλία και περιοδικά, στο μεθοδικό – επιστημονικά συντεταγμένο αυτό έργο, δουλεύει υπεύθυνα κι αποδεικνύεται γνώστης του ακριβούς περιεχομένου ενός εκάστου με την ορθή κατάταξη και με τις αναλύσεις του περιεχομένου, όπου κρίνει πως χρειάζεται, καθοδηγώντας σωστά το διαλεκτολόγο και το λαογράφο. Κι εκτός τούτου φροντίζει να μη παραλείψη να παραπέμψη σε κρίσεις. Η βιβλιογραφία αυτή δύναται να θεωρηθή χρήσιμο και ως προς τούτο, ότι ανιτκαθιστά πλήρως μια προγενέστερη του C.D. Cobham που την εξέδωσεν ο G. Jeffery η οποία, εκτός του ότι καταπιάνεται μόνο με τη Γλωσσολογία και αγνοεί τη Λαογραφία, δίνει λανθασμένες παραπομπές κι είναι και δύσχρηστη, γιατί δεν βοηθεί τον αναγνώστη ν’ αντιληφθή σε ποίον ειδικό τομέα ανήκει ένα έργο, αφού στην ουσία πρόκειται περί ατελούς αλφαβητικού καταλόγου κατά συγγραφείς. Το έργο είναι πραγματικά καρπός μόχθου πολλού και μπορώ να πω πρωτοποριακό στον ελληνικό χώρο σαν προσεγμένη ειδική συστηματική βιβλιογράφηση. Σημειώνουμε πως δεν περιέχει συστηματική αναλυτική καταγραφή των δυσεύρετων φυλλάδων των ποιητάρηδων. Ελλείπει επίσης η αποδελτίωση εφημερίδων.
Θα σταματήσουμε για λίγο στο βιβλίο του «Κυπριακοί Μύθοι» (1948=. Καταγράφει 58 αλληγορικές διηγήσεις ) «μύθους», ή «λόους» και «ιστορίες», όπως ονομάζει οι Κύπριος το είδος αυτό) κι εκτός από την κυπριακή τους αποδίδει στην πανελλήνια δημοτική και σημειώνει πάντοτε επί τίνος λέγονται και τι διδάσκουν, μια και τις φαιδρές αυτές διηγήσεις τις μεταχειρίζεται ο λαϊκός άνθρωπος επ’ ευκαιρία σαν συγκεντρωμένα παραδείγματα για να καθοδηγήση αν η διαγωγή μελών της κοινωνίας είναι απρεπής από ηθική άποψη και να υποδείξη με το σκώμμα ποιο είναι το ορθό κατά τη λαϊκή ηθική. Παραλληλίζει με αισώπειους μύθους κι αναφέρει πού απαντούν άλλες παραλλαγές. Παραθέτει κατατοπιστικό λεξιλόγιο καθώς και βιβλιογραφία κειμένων και παρατηρήσεων. Στις είκοσι έξι σελίδες της εκτενούς εισαγωγής του, στην αρχή του βιβλίου αντικρύζει ο συγγραφέας το θέμα του ορισμού, της γένεσης, της εξέλιξης και της ανάλυσης του μύθου, ομιλεί για τη θέση των μύθων στην αρχαίαν Ελλάδα, διακρίνει από τα παραμύθια, βρίσκει ομοιότητα με τις παροιμίες στο ότι κι οι μύθοι κι’ αυτές λέγονται ευκαιριακά για να νουθετήσουν και διαχωρίζει σε μύθους, που η γένεση τους οφείλεται σε ανεκδοτολογία, άλλους που λησμονήθηκαν σαν μύθοι κι είναι γνωστοί μονάχα σαν παροιμιώδεις φράσεις ή και ως απλές παροιμίες, άλλους που στην αρχή υπήρξαν απλά επεισόδια ευτράπελων διηγήσεων κι άλλους που ξεκίνησαν σαν αιτιολογικοί και μετέπεσαν σε διδακτικούς. Διακρίνει μεταξύ μύθων της δημιουργίας που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τη λαϊκή επιστήμη (οντολογία, θεογονία) και επεισοδιακών που αναφέρονται σ’ επεισόδια της διαγωγής των όντων κι αντανακλούν τις λαϊκές αντιλήψεις περί ηθικής τάξεως, αλλά και εξηγεί ταυτόχρονα πως οι πλείστοι μύθοι των πιο πάνω δύο γενικών κατηγοριών είναι αιτιολογικοί, δηλαδή «επλάσθησαν εκ των υστέρων δια να εξηγήσουν την ύπαρξιν ιδιοτήτων τινών των όντων».
Με προσοχή, εκτός των άλλων στην εισαγωγή του, συζητεί το θέμα: «Ποία η πατρίς των μύθων» αντιμετωπίζοντας τις θέσεις τόσον των οπαδών της εξελίξεως όσον κι εκείνων της διαχύσεως του πολιτισμού (evolutionists – diffusionists) και συμπεραίνοντας πως: «και οι μύθοι παρήχθησαν υφ’ όλων των λαών και ουχί εις έν κέντρον αλλ’ ότι πλείστοι εκ τούτων μετεδόθησαν από λαού εις λαόν, εις όλον τον εις την αρχαιότητα γνωστόν κόσμον, ο δε δανεισμός υπήρξε τόσον περίπλοκος, ώστε να μη δυνάμεθα να διευκρινίσωμεν ποίος λαός εδάνειζε και ποίος εδανείζετο», βρίσκοντας έτσι ότι το ορθόν υπάρχει στο μέσον. «Συμπλήρωμα των Κυπριακών Μύθων» από εννιά καινούργιους, κείμενο στην κυπριακή διάλεκτο και μεταγραφή στην πανελλήνια δημοτική πάλι, με επιμύθιο σ’ όλους και σύντομη εισαγωγή δημοσίευσε στο περιοδικό «Λαογραφική Κύπρος» (τεύχος 6, 1972, σελ 101 – 107). Στην εισαγωγή του υπάρχει κρίση του μ. Καθηγητού Richard Dawkins για τους μύθους από την αρχαίαν εποχή κατά της μαρτυρίες των συγγραφέων και στη σύμφυρση μύθων και παροιμιών, υπογραμμίζεται δε η διάκριση μύθου (τύπου αισωπείου) από την παροιμία όπως τη δίνει ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος. Δυο ακόμα μύθους έχει δημοσιεύσει σε μια άλλη εργασία του: «Κυπριακές Παροιμίες» (Λαογραφία ΙΒ΄ 1938. σελ. 231 – 252) όπου καταγράφει κι ερμηνεύει 181 παροιμίες. Αλλά και με τα παραμύθια, τα «δημιουργήματα της φαντασίας του άγνωστου μυθιστοριογράφου» (του μυθιστοριογράφου, γιατί το παραμύθι ως λογοτεχνικόν είδος τίποτ’ άλλο δεν είναι παρά το χωρίς αξιώσεις διήγημα ή μυθιστόρημα, που η λαϊκή φαντασία έπλεξε γι αυτόν ή για κείνο το λόγο) έχει καταπιαστεί στη μελέτη του: «Τα Παραμύθια (σύντομη εισαγωγή στην έρευνα τους)» («Πάφος 4 (1939) σελ 189 – 200) («Τα εν Διασπορά σελ 62 – 69). Στην εργασία αυτή κατατοπίζει, όσους θα επιχειρήσουν να ασχοληθούν με τη συλλογή και τη σπουδή του είδους αυτού της λαϊκής διανόησης, για κλασσικές εργασίες πάνω σ’ αυτά. Ύστερα με διαύγεια διεξέρχεται τη θεωρία της Ινδοευρωπαϊκής ή Αριανής Σχολής κατά την οποία «τα παραμύθια είναι οι κατά πολύ τροποποιημένοι (detriti) πρωτόγονοι εκείνοι ινδοευρωπαϊκοί μύθοι, για τους οποίους όμως μια προσεκτική έρευνα είναι αρκετή να καταδείξη τη συγγένειά τους», της Ινδικής Σχολής που υποστηρίζει πως η πηγή των παραμυθιών δεν πρέπει να αναζητηθή πριν από την αναστάτωση των ινδοευρωπαϊκών φυλών και στους προϊστορικούς χρόνους αλλά στις Ινδίες όχι τις μυθικές μα τις ιστορικές κι ότι «έστω κι αν τα παραμύθια δεν εγεννήθηκαν στις Ινδίες πάντως εκεί είχαν την παρακαταθήκη τους κι από κει μεταφέρθηκαν σ’ όλο τον κόσμο» και τέλος της Ανθρωπολογικής Σχολής που πιστεύει ότι «τα σημερινά παραμύθια είναι επιβιώσεις (survivals) των εθίμων, των σκέψεων και των τελετών της κάθε αγρίας καταστάσεως των προγόνων μας». Φέρνει στη συνέχεια παράδειγμα ερμηνείας παραμυθιών με κάθε μια από τις τρεις πιο πάνω θεωρίες. Καθιστά γνωστή τη μέθοδο που εφαρμόζεται σήμερα στην έρευνα των παραμυθιών, δηλαδή τη γεωγραφικοϊστορική των Φινλανδών παραμυθολόγων, που περιορίζεται στην ανάλυση και σύγκριση των παραλλαγών του κάθε παραμυθιού στις διάφορες χώρες. Στο τέλος μιλά για τη συλλογή των παραμυθιών που δημοσίευσεν ο Αθανάσιος Σακκελλάριος στον Γ΄ τόμο των «Κυπριακών» του (1868) και σημειώνει αριθμό 37 άλλων κυπριακών παραμυθιών σκορπισμένων σε διάφορα περιοδικά. Αλλά και συλλογή παραμυθιών έχει καταρτίσει με τίτλο «Παραμύθια» (Ιστορίες – Μύθοι) («Κυπριακά Χρονικά» 9 (1933) σελ. 276 – 308) δημοσιεύοντας δέκα τέτοιας, που τ’ άκουσε όλα από τον ίδιο παραμυθά από τη Μακράσυκα της Αμμοχώστου. Στη συλλογή αυτή παίρνει την ευκαιρία να συζητήσει προβλήματα που πηγάζουν από τα παραμύθια αυτά (προέλευση πρόληψης, ρόλος του αριθμού 1010). Είναι καιρός όμως να δούμε τί πιστεύει για τους στόχους της Λαογραφίας σαν επιστήμης, για το πραγματικό χρέος του επιστήμονα απέναντι στο αντικείμενο της έρευνάς του και για την επιτακτική ανάγκη της αδιάκοπης επαφής του επιστήμονα με το λαό ώστε να μπορέση γνωρίζοντας την ιδιοσυγκρασία του να δικαιολογήση κι ερμηνεύση τις πράξεις του. Και πρώτα για το πεδίο της Λαογραφίας και το αίτημα της σε βάθος θεώρησης είναι απόλυτα σαφής. Τονίζει σε μια κριτική του στο περιοδικό «Κυπριακά Γράμματα» 18, 1953, σελ. 143 – 145 («Τα εν Διασπορά» σελ. 268): «Η Λαογραφία πρέπει να γίνη επιστήμη και για να το επιτύχη πρέπει να ξεφύγη από τον ερασιτεχνισμό και να μπη μέσα στον κύκλο της επιστημονικής έρευνας. Αν δεν της δοθή περισσότερο βάθος και ανάλυση, αν εξακολουθή, όπως γίνεται κατά μεγάλο μέρος σήμερα, ν’ αποτελεί απλή περιγραφή περιέργων ηθών και εθίμων, που, όπως παρουσιάζονται, φαίνονται παράλογα μέσα στον πολιτισμό μας, απλά απομεινάρια παλαιοτέρων χρόνων, η λαογραφική εργασία θ[ αποτελή ρομαντική ενασχόληση. . . . Η Λαογραφία, αν θέλουμε να γίνη επιστήμη, πρέπει να έχει ως θέμα της τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού, κοινωνικού, πνευματικού και υλικού. Χωρίζομε τον πολιτισμό στα τρία αυτά είδη, όχι πως μπορεί πράγματι να χωριστή, αφού το ένα εξαρτάται, συμπληρώνεται και κατανοείται μόνο όταν συνδέεται με το άλλα, αλλά για να ευκολυνθούμε στη μελέτη του, όπως χωρίζομε τον άνθρωπο σε σωματική, ψυχική και πνευματική υπόσταση παρ’ όλη την αλληλοεξάρτηση των τριών υποστάσεων μεταξύ τους». Την προσήλωσή του στην ίδιαν αντίληψη, τη σε βάθος δηλαδή διείσδυση στο λαϊκό πολιτισμό όπως εκφράζεται στη φυσική ζωή και στη συντήρησή της, στην πνευματική ζωή και στην κοινωνική ζωή της ολότητας που τη συνέχουν κυρίως εσωτερικοί και ηθικοί δεσμοί, την απαντούμε διάχυτη σ’ όλη του τη δουλειά. Θα παραθέσουμε όσα ενδεικτικά γράφει σε μια πρόσφατη μελέτη του με τίτλο «Κοινωνική ηθική και Τάξις: Ανάλυσις ηθών και εθίμων», μια αξιοσημείωτη εργασία χάρις στην επιχειρηματολογία, τη σύγκριση και την τεκμηρίωσή της, όπου μιλά με ρεαλισμό για την κοινωνική σύνθεση αντλώντας από τα φαινόμενα της κοινωνικής συμβίωσης, αναλύει την ηθική τάξη και αταξία κι’ υπογραμμίζει το αλληλένδετον ηθικής και κοινωνίας» («Λαογραφική Κύπρος», Τεύχος 9, 1947, σελ. 117 – 125). Εξομολογείται λοιπόν: «Εις την δημοσίευσιν της πραγματείας ταύτης προβαίνω με την πεποίθησιν ότι προσφέρω νύξεις δια την εις βάθον έρευναν και μελέτην του λαϊκού πολιτισμού. Την μόνην ενδεδειγμένην δια να καταστήση την λαογραφίαν επιστήμην.»

ΤΕΛΟΣ Α΄ΜΕΡΟΥΣ


Βιβλιοθήκη : Δρ. Σπύρου Δημητρίου
 

Σχόλια